κατάργυρος

κατάργυρος
κατάργυρος, -ον (Α)
καλυμμένος με άργυρο, ασημωμένος («ὀχήματα κατάργυρα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -άργυρος (< ἄργυρος), πρβλ. επ-άργυρος, υπ-άργυρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατάργυρος — covered with silver masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταργύροις — κατάργυρος covered with silver masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταργύρους — κατάργυρος covered with silver masc/fem acc pl κατᾱργύ̱ρους , καταργυρόω cover with silver imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) καταργυρόω cover with silver imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) καταργύ̱ρους , καταργυρόω cover with silver imperf …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάργυρα — κατάργυρος covered with silver neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… …   Dictionary of Greek

  • καταργυρώ — καταργυρῶ, όω (Α) [κατάργυρος] 1. καλύπτω με άργυρο, επαργυρώνω («τὴν ἔνδοθεν ἐπιφάνειαν κατηργυρωμένην», Διόδ.) 2. αγοράζω ή δωροδοκώ με αργύριο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”